- χορταριάζω
- αμετ. покрываться, зарастать травой, бурьяном
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χορταριάζω — χορταριάζω, χορτάριασα, χορταριασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χορταριάζω — Ν [χορτάρι] 1. βγάζω χορτάρι, καλύπτομαι από χλόη 2. (για τοίχους, δέντρα, λίθους) καλύπτομαι από βρύα 3. (στην ποίηση) μένω έρημος («χορτάριασαν κι οι τάφοι εκείθε πέρα», Ζερβ.) … Dictionary of Greek
χορταριάζω — χορτάριασα, χορταριασμένος, βγάζω χορτάρια, γεμίζω χορτάρια: Η αυλή μας χορτάριασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκχιλούμαι — ἐκχιλοῡμαι ( όομαι) (Α) σκεπάζομαι από χόρτα, χορταριάζω … Dictionary of Greek
ξεχορταριάζω — ξεριζώνω τα άγρια και άχρηστα χορτάρια από καλλιεργήσιμη γη, βοτανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χορταριάζω] … Dictionary of Greek
χορταρίζω — Ν [χορτάρι] 1. χορταριάζω 2. ξεριζώνω χόρτα, ξεχορταριάζω … Dictionary of Greek
χορταριαστός — ή, ό, Ν [χορταριάζω] καλυμμένος από χόρτα … Dictionary of Greek
χλοάζω — και χλοΐζω είμαι ή γίνομαι χλοερός, χορταριάζω, πρασινίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)